Acces - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Acces - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
ACCESS; Access (disambiguation); Access (TV series); Access (series); Access (television series); Access (TV show); Acces; Accessed

Acces      
access, approach; entry; permission to enter a computer system and/or retrieve data (Computers)
accès      
n. access; permission to enter a computer system and/or retrieve data (Computers), bout; outburst, eruption; outlet, upsurge
accès réseau      
network access, on line access

Ορισμός

access
n. 1) in real estate the right and ability to get to the property. 2) when a husband has the opportunity to make love to his wife, it is said he has access. This rather vulgar use of "access" has been important because if a husband "had access" to his wife during the time when she became pregnant, it is presumed he is the father. Modern use of blood tests and DNA studies may show the father to be someone other than the husband whether the husband "had access" or not. See also: DNA egress paternity suit

Βικιπαίδεια

Access
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Acces
1. Crise du crédit: les normes comptables doivent évoluer Périscope ECONOMIE Le Temps I Economie I Article Swisscom lance le Wi–Fi dans les trains suisses ACCES A INTERNET.
2. LE SALAIRE DES SENIORS ET LEUR ACCES A L‘EMPLOI Les salariés de plus de 50 ans perçoivent des salaires de 20% à 30% plus élevés en moyenne que les salariés de 30 à 3' ans.